ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ ΚΡΙΤΖΑ
Με το που μπαίνω στο μαγαζί, ο νεαρός πίσω από το μπαρ με κοιτάζει στα μάτια. Δεν είναι το βλέμμα του «μην χάσουμε τον πελάτη»… Mε κοιτάζει γιατί ξέρει πως μπορεί να βοηθήσει: Η μπάρα είναι γεμάτη, αλλά σε ένα μη ορατό πεδίο στο βάθος αριστερά, υπάρχει θέση ορθίων για ‘μένα και τη φίλη μου. Έχει και χώρο για να κρεμάσουμε τα παλτά μας. Όλα τέλεια.
Άκουγα για το Galaxy πολύ καιρό τώρα, όμως δεν το είχα επισκεφτεί ποτέ - στην αρχή μάλιστα νόμιζα πως μου μιλούσαν για το bar του Hilton. Ιδέα δεν είχα ότι σε αυτή την ήσυχη και υπεράνω πάσης υποψίας στοά της Σταδίου, μπορούσα να πιω το ποτό μου αισθανόμενος ότι είμαι κι εγώ ένας μοντέρνος διανοούμενος των γραμμάτων και των τεχνών, την ώρα που οι γύρω μου κάνουν πως δεν το ξέρουν…
Ναι, το Galaxy είναι ένα διαφορετικό μπαρ, πέρα από μόδες. Το καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή που θα μπεις μέσα. Καταρχάς, η ιστορία του. Άνοιξε το 1972 στη στοά της Σταδίου 5 από τον Γιάννη Αλαμπάνο και τον αδερφό του, Δημήτρη, σερβίροντας ποτά σε μιαν άλλη Αθήνα. Το 1990, όταν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου θέλησε το κρατήσει για δική του χρήση, μεταφέρθηκε αυτούσιο στη στοά της Σταδίου 10. Απόψε που το πρωτοβλέπω από κοντά, μου βγάζει μια γλυκιά ζεστασιά και μαζί μια απροσδιόριστη αίσθηση ότι παίζω σε παλιά αμερικάνικη ταινία. Στα κάδρα δεσπόζουν πορτρέτα συγγραφέων όπως ο Kάφκα, ο Ντοστογιέφσκι και ο Χέμινγουεϊ, ενώ το βλέμμα κολλάει και στις παλιές φωτογραφίες θαμώνων όπως ο Σωκράτης Μάλαμας ή η Ελένη Ράντου (για κάποιο λόγο η δεκαετία του ’90 μου μοιάζει πιο μακρινή από εκείνη των κλασικών συγγραφέων). Οι ποζεριές λείπουν, το ξύλο κυριαρχεί, ο φωτισμός είναι ιδανικός, η ατμόσφαιρα καθαρή, η μουσική επικεντρωμένη στους ρυθμούς και τους ήχους της δεκαετίας του ’50, με βραχνούς τραγουδιστές και τρομπέτες.
Στο Galaxy δεν έρχεσαι για να πιεις cocktails. Οι περισσότεροι επιλέγουν ουίσκι ή κρασί. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, από 25 μέχρι 65, συνήθως ανά δύο μιας και το μαγαζί δεν προσφέρεται για μεγάλες παρέες, συζητούν κουνώντας τα χέρια τους, ή απλά μοιράζονται μια σιωπή που δεν έχει τίποτα το αμήχανο. Όλοι μοιάζουν ήρεμοι μέσα εδώ. Όλοι, ακόμα και ο νεαρός πίσω από το μπαρ, που όμως φαίνεται να έχει υπό τον έλεγχό του τα πάντα. Όταν αδειάζει μια θέση στη μπάρα, τα μάτια του ψάχνουν πάλι τα δικά μου, για να μου προτείνει αν θέλουμε να μεταφερθούμε. Κάτι ξέρει: Η μπάρα με το δερμάτινο μαξιλαράκι είναι από τις πιο άνετες που έχω καθίσει ποτέ μου, όπως πολύ αναπαυτικό είναι και το σκαμπό με τη μεσούλα από πίσω (όσο μεγαλώνεις, τα υπολογίζεις όλα…).
Ο ιδιοκτήτης κ. Γιάννης Αλαμπάνος, για τον οποίο έχω διαβάσει κατά καιρούς σε διάφορα αφιερώματα, βρίσκεται κι αυτός πίσω από το μπαρ απόψε. Εντελώς old-school, με πουκάμισο και κόκκινο πουλόβερ, προσηλωμένος στο έργο του σαν πιανίστας εν ώρα συναυλίας. Εμπνέει σεβασμό. Όταν έρχεται η ώρα του λογαριασμού, απευθύνομαι επίτηδες σε αυτόν, για να διαπιστώσω κι εγώ τις σβέλτες κινήσεις που έχουν πλέξει τον μύθο του μέσα στα χρόνια. Ο νευρικός τρόπος με τον οποίο φοράει για δύο δευτερόλεπτα μόνο τα γυαλιά πρεσβυωπίας του ώστε να διαβάσει την απόδειξη και η ταχύτητα με την οποία αφήνει τα ρέστα, μου δίνουν την απάντηση.
Όσο περνά η ώρα, σχεδόν ξεχνάω ότι βρίσκομαι σε έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της Αθήνας. Ξαφνικά σκάει ένας μυστηριώδης τύπος με καμπαρτίνα, ολοστρόγγυλα κοκάλινα γυαλιά μυωπίας και καπέλο. Έχει πλάκα αλλά έχει και στιλ. Δεν θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού τώρα.
Καθώς φεύγω, ρίχνω μια τελευταία ματιά προς το μπαρ. Όταν πηγαίναμε Λύκειο, θυμάμαι, οι γονείς μας έλεγαν να διαβάζουμε για να μην καταλήξουμε σε κανένα μπαρ. Αν όμως έβλεπαν τον κύριο Γιάννη απόψε εδώ, έναν από τους πιο ιστορικούς μπάρμεν της Αθήνας, να φτιάχνει σοβαρός το επόμενο ουίσκι με κινήσεις ακριβείας σερβίροντας εικοσάρηδες και εξηντάρηδες, είμαι σίγουρος πως θα αναθεωρούσαν…
Galaxy, Σταδίου 10.