Όμορφος, καλλιεργημένος και με ταλέντο στo χορό. Ο 28άχρονος διαγωνιζόμενος του J2US ήρθε, Ιβάν Σβιτάιλο, για να μείνει...
Από τη Φανή Πλατσατούρα
Όταν τον ρώτησα για τα παιδικά του χρόνια, μου είπε πως δεν τα θυμάται καθόλου, πως κιτρίνισε η ανάμνησή τους και ξεχάστηκαν κάπου στη διαδρομή. Όσο η ώρα περνούσε και η κουβέντα ζέσταινε, τόσο περισσότερο βρεθήκαμε να μιλάμε για το παρελθόν. Φτάσαμε, λοιπόν, ξανά στην ίδια ερώτηση: «Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;». Αυτή τη φορά η απάντηση ήταν διαφορετική. «Ήταν δύσκολα, μοναχικά, γεμάτα τραύματα...». Ο Ιβάν Σβιτάιλο αφηγείται κομμάτια της ζωής του.
Γεννήθηκες στην Κριμαία, έζησες στην Αθήνα, έφυγες για τη Νέα Υόρκη. Ποια νιώθεις πατρίδα σου;
Γεννήθηκα τα δεκαετία του ’80 στη Γιάλτα, μια μικρή πόλη της Κριμαίας στην Ουκρανία. Με τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης έρχομαι με τη μητέρα μου, την Αγάπη, στην Αθήνα και τη φοιτητική εστία Ζωγράφου για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή. Δωμάτιο 314. Παιδί 10 χρόνων εγώ τότε, με την επιθυμία να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα, να με αποδεχτεί εύκολα η ελληνική κοινωνία. Μεγάλος πια, φεύγω για τη Νέα Υόρκη, να αναζητήσω την τύχη μου ως χορευτής. Γυρνάω στην Ελλάδα απογοητευμένος ύστερα από δύο χρόνια. Πατρίδα μου, ε; Όλα και τίποτα. Νιώθω πως είμαι ένας τσιγγάνος που δεν χρειάζεται ούτε καν να εμβολιαστεί, γιατί δεν παθαίνει ποτέ τίποτα. Ένα μπάσταρδο που δεν είχε ποτέ του πατρίδα...
Όταν ήρθες στην Ελλάδα, δεν ήξερες ούτε μια ελληνική λέξη; Πώς προσαρμόστηκες;
Ήταν δύσκολα πολύ. Θυμάμαι πως έλεγα στη μάνα μου: «Η δασκάλα μιλά τόσο γρήγορα που δεν καταλαβαίνω τι λέει». Μετά συνειδητοποίησα ότι δεν την καταλάβαινα, επειδή μιλούσε άλλη γλώσσα από αυτήν που ήξερα εγώ. Έμαθα τα ελληνικά με έναν τρόπο σχεδόν βιωματικό. Ήμουν ένα πολύ κοινωνικό παιδί, σκέτο διαβολάκι. Ήθελα να κάνω γρήγορα φίλους. Πήγαινα, λοιπόν, στο γήπεδο μπάσκετ που υπήρχε κοντά στη δεκαώροφη φοιτητική εστία, όπου και έμενα. Εκεί έπαιζαν μπάλα οι φοιτητές. Άκουγα τα επιφωνήματα όσων φώναζαν όταν έχαναν ή νικούσαν. Προσπαθούσα να τα προφέρω κι εγώ, για να δεχτούν να παίξω μπάλα μαζί τους. Και όπως μπορείς να φανταστείς, δεν ήταν και οι πιο καλές λέξεις. (γέλια).
Έχεις κάποια παιδικά απωθημένα;
Αμέτρητα απωθημένα. Προσπαθούσα να ενσωματωθώ σε μία κοινωνία διαφορετική, να μην ξεχωρίζω απ’ αυτήν. Από μία πόλη 100.000 κατοίκων βρέθηκα ξαφνικά να ζω στην Αθήνα και την Ευρώπη. Στο σχολείο με φώναζαν Γιάννη γιατί το Ιβάν στα ελληνικά σημαίνει Γιάννης, ενώ η ταυτότητα που έπιασα στα χέρια μου ανέγραφε «Ιβάν Σβιτάιλο». Θυμάμαι ότι πέρασα μια φάση στο σχολείο που φορούσα τρύπια παπούτσια. Ζήλευα τα ωραία Nike των συμμαθητών μου. Έλεγα «γιατί να μην μπορώ να έχω και εγώ;». Όταν στην εφηβεία άρχισα να δουλεύω ως σερβιτόρος, τα πρώτα μου χρήματα τα ξόδεψα σε τρία ζευγάρια ωραία παπούτσια. Όχι ένα, αλλά τρία ζευγάρια. Ήταν το απωθημένο μου.
Για ποιο πράγμα αισθάνεσαι περήφανος;
Για τα 28 μου χρόνια, έχω ζήσει αρκετές δύσκολες καταστάσεις. Ακόμη κουβαλώ ένα βάρος μέσα μου. Ανατρέχω στο παρελθόν και αναρωτιέμαι «Μαλάκα μου, τι άλλο θα σου συμβεί;». Γεννήθηκα εφταμηνίτικο, η μάνα μου έλεγε πάντα ότι βιαζόμουν να ζήσω. Αυτή η ζωή μου. όμως, είχε πολλές απρόβλεπτες περιπέτειες μέχρι τώρα. Για ένα πράγμα μπορώ να αισθάνομαι πολύ περήφανος: Που μορφώθηκα, που δεν πήρα τον άλλο δρόμο. Ευτυχώς συνάντησα ανθρώπους που υπήρξαν δάσκαλοι και με συμβούλευσαν σωστά. Στα 10 μου χρόνια διάβαζα τους άθλους του Ηρακλή. Ήταν το αγαπημένο μου. Αργότερα, μπήκε στη ζωή μου ο Φρόιντ, ο Γιουνγκ, διάφοροι στοχαστές. Όλα αυτά με ρούφηξαν πολύ και οδηγήθηκα σε άλλα μονοπάτια.
Σε ποια μονοπάτια αυτογνωσίας οδηγήθηκες;
Θέλησα να γίνω καλύτερος άνθρωπος, να απολαμβάνω περισσότερο τη ζωή μου, να μην πενθώ πια για κάποια παιδικά τραύματα. Άρχισα να κάνω ψυχανάλυση και κάνω ακόμη. Είναι το καλύτερο δώρο που έχω χαρίσει στον εαυτό μου. Θυμάμαι ότι από μικρό παιδί είχα ένα πρόβλημα, δεν μπορούσα να μείνω μόνος μου μέσα στο σπίτι. Πάντα ήθελα να καλώ κάποιον να μου κάνει παρέα ή να φεύγω εγώ από αυτό. Με την ψυχανάλυση ξεπέρασα αυτές τις φοβίες. Βρήκα την εσωτερική ισορροπία, πώς να νιώθω εντάξει με τον εαυτό μου. Πιο πριν είχα φτάσει στο σημείο να μην έχω καν αναμνήσεις. Δεν θυμόμουν τι έκανα ως παιδί, ποια ήταν τα όνειρά μου. Έσβησα το παρελθόν γιατί με πλήγωνε.
Μεγάλωσες με τη μητέρα σου. Η πατρική φιγούρα σού έλειψε;
H μάνα μου έχει τελειώσει τρία πανεπιστήμια, είναι πολύ σπουδασμένη και η φυγή της από την Κριμαία ίσως ήταν ο μόνος τρόπος να διεκδικήσει τα όνειρά της. Σίγουρα μου έλειψε ένας πατέρας. Αναγκάστηκα από πολύ μικρό παιδί να γίνω η ανδρική φιγούρα μέσα στο σπίτι μας. Με τον πατέρα μου σήμερα δεν έχουμε καμία επαφή. Εγώ ως παιδί τον ήθελα κοντά μου, εκείνος επέλεξε να μην είναι δίπλα μου. Πλέον έχω συνηθίσει την απουσία του. Δεν υπάρχει κάποια έχθρα ανάμεσά μας, απλά αυτό το χάσμα που έχει δημιουργηθεί δύσκολα πια γεφυρώνεται. Τελευταία φορά τον είδα πέρσι. Έκτοτε ο καθένας συνεχίζει να κάνει τη ζωή του.
Το κεφάλαιο «οικογένεια» είναι στις προτεραιότητές σου;
Θέλω να δημιουργήσω τη δική μου οικογένεια και τα παιδιά μου να έχουν έναν πατέρα δίπλα τους. Να μη μεγαλώσουν με αυτό το κενό. Να έχουν κοντά τους και τους δύο γονείς. Από την άλλη, δεν επιθυμώ να εγκλωβιστούν μέσα σε στενά πλαίσια. Θέλω να μορφωθούν, να γίνουν ανεξάρτητα στη σκέψη, τη ζωή και το πνεύμα τους.
Βίωσες έντονο ρατσισμό στην Ελλάδα;
Ειδικά στην Ελλάδα βίωσα έντονα το ρατσισμό, γιατί ο Έλληνας είναι απόλυτος. Φοβάται το ξένο στοιχείο. Βέβαια όσο εύκολα φωνάζει ο Έλληνας, τόσο ζεστά σε αγκαλιάζει. Συχνά νιώθω ότι η Ελλάδα είναι τελικά το σπίτι που αναζητούσα. Αγαπάω πολύ την ελληνική ιστορία και παράδοση: το ψήσιμο του αρνιού, τα πανηγύρια και τους χορούς. Στο σχολείο μάλιστα συμμετείχα στη χορευτική ομάδα. Ήμουν άσος στο τσάμικο και ο πρώτος χορευτής.
Αγωνιάς για την τύχη των δικών σου ανθρώπων στην Κριμαία;
Έχουν ηρεμήσει πλέον τα πράγματα εκεί. Ακολουθούν τις διαδικασίες της προσάρτησης στη Ρωσία. Στην Ουκρανία, βέβαια, υπάρχουν ακόμη εντάσεις. Διάβαζα, ειδικά τον πρώτο μήνα, για τα επεισόδια στη χώρα και η αγωνία για τους δικούς μου ανθρώπους «χτυπούσε» κόκκινο. Έβλεπα από την τηλεόραση να εισβάλλει ο στρατός στην Ουκρανία και να υψώνονται σημαίες ενός άλλου κράτους. Μια κατάσταση επικίνδυνη να κυριαρχεί και ένας μεγάλος φόβος να με καταλαμβάνει για την οικογένειά μου. Τελευταία φορά τους επισκέφτηκα πέρσι το καλοκαίρι. Τα ταξίδια στη Γιάλτα δεν είναι εύκολα. Επιστρέφεις σε μια αυλή που σου φαίνεται μικρότερη, σε ένα σπίτι που δείχνει φθαρμένο και παλιό, σε πρόσωπα που ο χρόνος τα έχει αλλάξει πολύ. Κάνεις μια βουτιά στο παρελθόν. Και ένα ερώτημα ταλανίζει τη σκέψη σου «Eγώ θα καταλήξω εκεί;».
Στη Νέα Υόρκη τι σε οδήγησε; Ήθελες να κυνηγήσεις το αμερικάνικο όνειρο;
Πήγα με την προοπτική να εγκατασταθώ μόνιμα εκεί. Είχα απογοητευθεί πάρα πολύ στην Ελλάδα. Εκείνη την περίοδο δούλευα με τον Φωκά Ευαγγελινό και τη Δέσποινα Βανδή. Έκανα, λοιπόν, εικόνα το μέλλον μου και αποφάσισα ότι δεν είναι αυτές οι συνεργασίες που ήθελα στη ζωή μου. Πήρα το αεροπλάνο και πήγα στη Νέα Υόρκη. Θυμάμαι ότι ήμουν με τις βαλίτσες στο χέρι και έψαχνα για σπίτι μέσα στη βροχή. Κατέληξα να κυκλοφορώ τελείως άφραγκος στους δρόμους της, γιατί τα χρήματα της υποτροφίας που έλαβα από το Ίδρυμα Ωνάση δεν μου καταβλήθηκαν εγκαίρως. Με βοήθησε τους πρώτους τρεις μήνες ο φίλος ενός φίλου, που μου παραχώρησε τροφή και στέγη. Πήγαινα καθημερινά στη σχολή μου πάνω από μία ώρα δρόμος με τα πόδια, γιατί δεν είχα χρήματα ούτε για να αγοράσω ένα εισιτήριο για το μετρό. Το πρώτο διάστημα είχα βραχυκυκλώσει εντελώς. Ένιωθα ότι κατέβηκα από άλλον πλανήτη. Περπατούσα στο δρόμο και κοιτούσα κάτω, γιατί ζαλιζόμουν από την πολυκοσμία και όλες αυτές τις διαφορετικές προφορές που έφταναν στα αυτιά μου.
Για ποιο λόγο δεν εγκαταστάθηκες μόνιμα εκεί;
Γιατί ήταν δύσκολο να πραγματοποιήσω την καριέρα που είχα ονειρευτεί. Για να φτάσει ένας χορευτής ή ηθοποιός να παίζει στο Broadway, πρέπει να ακολουθήσει ένα αυστηρό σύστημα, το οποίο σου λέει: πρέπει να έχεις μάνατζερ, πράσινη κάρτα, να ανήκεις στο αντίστοιχο σωματείο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι πόρτες κλείνουν. Με κάλεσαν, για παράδειγμα, να κάνω ένα ρόλο στο Φάντασμα της Όπερας. Όταν πήγα να συζητήσω με τη χορογράφο τα διαδικαστικά, δεν με αντιμετώπισε σοβαρά γιατί δεν είχα δικό μου μάνατζερ. Αυτή η συμπεριφορά με έκανε απευθείας να αισθανθώ ξένος στη Νέα Υόρκη. Θέλω να σου πω επίσης ότι έχω συμμετάσχει σε καλύτερες παραγωγές εδώ στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην Αμερική. Δεν είναι όλα τα θεάματα εκεί όσο καλύτερα παρουσιάζονται.
Θα ξαναγινόσουν «χορογράφος στα μπουζούκια»;
Δεν έχει κάτι κακό η δουλειά του χορευτή ή χορογράφου στα μπουζούκια. Μπορώ να σου πω, μάλιστα, ότι περισσότερα λεφτά έβγαλα ως χορογράφος στα μπουζούκια παρά κάνοντας ποιοτικό χορό. Συνεργάστηκα ως χορευτής με Βανδή, Μαζωνάκη, Παπαρίζου, Καλομοίρα, Άννα Βίσση και Αντώνη Ρέμο. Στον καλλιτεχνικό χώρο υπάρχει μια κακή συνήθεια να σου βάζουν ταμπέλες. Δεν έχω ανάγκη να μου πει κανείς τι είμαι ή τι επιλογές θα κάνω στη ζωή μου. Εγώ είμαι ένα αμφίβιο και σαν καταγωγή και σαν συμπεριφορά. Ο λόγος που δεν θα ξαναγυρνούσα στα γαρίφαλα είναι ότι πλέον θέλω να βγάλω τη θεατρικότητα και τη χορευτικότητά μου σε άλλους χώρους. Το μπουζούκι δεν έχει πολλές απαιτήσεις και δεν με ενδιαφέρει πια ως επαγγελματικό προϊόν.
Η επιθυμία να γίνεις χορευτής πώς γεννήθηκε;
Κάποια στιγμή στην εφηβεία μου, η μητέρα μου έμεινε χωρίς δουλειά και αποφάσισε με ένα μικρό απόθεμα χρημάτων που είχε, να ανοίξει ένα μίνι μάρκετ στα Ιλίσια. Δούλεψα κι εγώ εκεί για τρία χρόνια. Το πρωί σχολείο και το απόγευμα στο μίνι μάρκετ. Δίπλα από το μίνι μάρκετ υπήρχε μια σχολή χορού. Μια μέρα μίλησα στην ιδιοκτήτρια της σχολής για την τάση μου στο χορό. Με πήρε από το χέρι, μου έδειξε ένα βίντεο με έναν Ιάπωνα που έκανε πιρουέτες και μου είπε ότι σε ένα χρόνο θα μπορώ να κάνω και εγώ τις ίδιες φιγούρες και να συμμετέχω στον αντίστοιχο διαγωνισμό. Και πράγματι ξεκίνησα μαθήματα, πήγα στο διαγωνισμό με εξάλεπτη χορογραφία και κάπως έτσι μπήκε ο χορός στη ζωή μου. Για το μόνο που μετανιώνω είναι που έχασα την πενθήμερη εκδρομή του σχολείου. (γέλια)
Στην Ελλάδα το επάγγελμα του χορευτή είναι παρεξηγημένο;
Υπάρχουν αυτοί που θα συνδέσουν το χορό με τον Τάκη Ζαχαράτο. Υπάρχουν άλλοι που θα τον συνδέσουν με ένα στριπτίζ και υπάρχουν και εκείνοι -λίγοι στον αριθμό- που θα συνδυάσουν το χορό με τη Λυρική Σκηνή. Είμαστε ακόμη λίγο βλάχοι γύρω από το συγκεκριμένο θέμα. Συνηθίζουμε να παρεξηγούμε και να αφορίζουμε, χωρίς να έχουμε την κατάλληλη γνώση προηγουμένως.
Πώς αποφάσισες να πεις το ναι στο Just the 2 of Us;
Όταν μου έκαναν πρόταση από την παραγωγή του Mega, είπα απευθείας «όχι». Φοβήθηκα την υπερέκθεση και γενικά όλον αυτόν το χώρο της τηλεόρασης, που μου ήταν εντελώς άγνωστος. Αλλά στη συνέχεια είδα ότι το περιβάλλον ήταν ακίνδυνο και φυσικά έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι θα έπαιρνα κάποια χρήματα για τη συμμετοχή μου. Όταν έγινε η πρόταση, ο πρώτος άνθρωπος που ζήτησα τη γνώμη του ήταν ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος. Και μου είπε κάτι πολύ σωστό: «Δεν έχεις να κρύψεις ή να φοβηθείς για κάτι. Πήγαινε να δοκιμαστείς σε κάτι καινούριο, να γίνεις πιο αναγνωρίσιμος. Έτσι θα σου ανοίξουν κάποιες άλλες πόρτες». Θέλω να σου πω, μάλιστα, ότι πάω για τη νίκη από το πρώτο live. Δεν σκέφτηκα ποτέ τη δεύτερη θέση. Θα τους σκίσω όλους. (γέλια)
Η δημοσιότητα «ανέβασε» τις μετοχές σου στις γυναίκες;
Έχει πλάκα όλο αυτό που συμβαίνει. Με αναγνωρίζουν πια οι γυναίκες στο δρόμο, αλλά δεν γίνεται και σαματάς. Άσε που δεν πιστεύω ότι είμαι τόσο ωραίος, όσο κάποιοι με παρουσιάζουν. Είναι λίγο υπερβολικά όλα αυτά που λέγονται.
Ποια στοιχεία σε γοητεύουν στο αντίθετο φύλο;
Kατ’ ουσίαν η απλότητα. Δηλαδή η ίδια η γυναίκα να αποδέχεται τον εαυτό της ως γυναίκα και να έχει την ανάλογη συμπεριφορά. Δεν μπορώ τις υπερβολές. Καμιά φορά βέβαια το να είμαστε ανθρώπινοι είναι το πιο δύσκολο πράγμα.
Λείπει ένας έρωτας από τη ζωή σου;
Είμαι σε σχέση εδώ και ένα χρόνο. Έχω βρει μία σύντροφο και περνώ πολύ καλά μαζί της. Με ισορροπεί. Το αν είναι του χώρου ή όχι θα το αφήσω αναπάντητο. (γέλια)
*Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό LIKE που κυκλοφορεί