Η Χριστίνα Γαλανοπούλου δεν οδηγεί. Παίρνει τρένο και πληγώνεται και καλά παθαίνει.
Ιστορία 6η (τη λες και "του θριάμβου")
Σταθμός ΗΣΑΠ Κηφισιάς, δευτεριάτικα, 8.25. Μπαίνουν 2 party-girls από αυτά που βγάζει το εργοστάσιο την τελευταία 10ετία: ψηλά, κουκλιά, με τον ποπό να κοιτάει στον Θεό, αυτά με τα τέλεια μαλλιά, τέλεια φρύδια, τέλεια χείλη, όλα τέλεια, φτου σκόρδα, στα 19 η ζωή είναι ένα πάρτι. Όχι;
Μπαίνει και κοπελιά, αφρατούλα μεν, κομψούλα δε, με κολάν μεν, της πήγαινε δε, με τα φουλάρια της, το ωραίο το χτένισμα της, το χαμόγελο της, ένα γλυκό πλάσμα, σε γενναίο αμπαλάζ.
Όλες μαζί – χμμ – καθόμαστε στη γνωστή «τετράδα» των καθισμάτων των βαγονιών. Εγώ και η αφράτη μου είμαστε απέναντι και η κάθε μια μας έχει μια «τελειότητα» δίπλα της. Κανένα πρόβλημα. Όχι;
Κι αρχίζουν οι selfies. Οι δυο μες στην καλή χαρά, η γλύκα απέναντι μου στη χαρωπή μουγγαμάρα. Με κάποιον ανταλλάζει μηνύματα στο κινητό.
Και δώσ’ του οι φωτογραφίες και «κοίτα να μη φαίνεται η ρυτίδα στο μάτι» (η ποια;;;;) και να κάτι αθώες τάχα, κακαριστές σκέψεις για κανά υαλουρονικό μέχρι τα 25 και ξαφνικά το μάτι του party-girl Νο1 πέφτει στο στρουμπουλό μπουτάκι της καλής μου απέναντι.
Κι αρχίζει το συνθηματικό πανηγύρι, round 2. Μέχρι να φτάσουμε στη Νερατζιώτισσα έχουν θυμηθεί όλες τις αφράτες που γνωρίζουν, και να τα χάχανα και να τα χοντρά αστεία: η γλυκιά μου «απέναντι» δεν έχει καταλάβει (ή μήπως όχι;) τη θύελλα που έχει ξεσηκώσει το κολάν και τα ankle boots της.
Μέχρι την ώρα που το party-girl δίπλα μου ρώτησε τη φιλενάδα, φωναχτά: «Πόση κυτταρίτιδα λες να χωράει σε μια selfie;».
Γύρισα να τις δω λίγο καλύτερα. Γιατί να ντραπώ και να μην το πω; Ήθελα να τη δείρω. Μετά σκέφτηκα ότι κάτι μου θύμιζαν όλα αυτά τα υστερικά γελάκια, όλα αυτά τα υπονοούμενα για το κορίτσι στο απέναντι κάθισμα.
Ίσως όλες εκείνες τις φορές που δεν αντιδράς σε κάτι που κινείται μεταξύ ρατσισμού και ανίκητης βλακείας.
Ναι, ok, δεν είναι ο κανόνας, αλλά όταν η εξαίρεση κάθεται δίπλα σου, εριστικούλα και κλούβια, παρακαλάς για μία θεόσταλτη τακουνιά μετά από τόση ώρα ηλιθιότητας.
Επόμενη στάση, Νέο Ηράκλειο. Η αφράτη μου με το ωραίο κεφάλι σηκώνεται ανυπόμονη. Στην αποβάθρα την περιμένει ο καλός της, κούκλος σκέτος, που λέει και η κυρία που ροκανίζει κράκερς στη διαφήμιση.
Τρέχει προς το μέρος του, φιλιά, αγκαλιές, κακό, α στην ευχή, συγκινήθηκα.
Τα καλλονά δίπλα μου παθαίνουν μικρά γλυκούτσικα εγκεφαλικά. Το ξεπερνάνε με μια selfie ακόμη. Δεν τα ξέρω. Είναι, όμως, σα να βλέπω τη σελίδα τους στο Instagram. Δεκάδες μοναχικές selfies, κάποιες με φίλους σε κάποια clubs, άπειρες με αγχωμένα duck- faces, μοναξιά κυρίως. Αυτά.
Αχ, αφρατούλα, όπου κι αν είσαι να περνάς καλά. Να φχαριστιέσαι το φαγάκι σου, το αγοράκι σου και το μπαϊράκι σου που ‘ναι ψηλά. Εγώ είμαι, με το κόκκινο παλτό που μου ‘κλεισες το μάτι συνωμοτικά, φεύγοντας. Φιλί σου στέλνω και μη χάσεις γραμμάριο, αν δεν το θες!
Την άλλη Τρίτη τα ξαναλέμε.